LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πεδιάς"
- πεδιάς, -άδος, ποιητ. θηλ. του πέδιος· I. πεδινός, επίπεδος, ισόπεδος, σε Ηρόδ.· ἡ πεδιάς (ενν. γῆ), επίπεδη χώρα, στον ίδ. II. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στην πεδιάδα, σε Σοφ.· λόγχηπεδιάς, ακοντιστές στην πεδιάδα, στον ίδ.
- πεδιάσιος, -ον (πεδίον), αυτός που ανήκει στην πεδιάδα, σε Στράβ.