Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πεδιάς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πεδιάς, -άδος, ποιητ. θηλ. του πέδιος· I. πεδινός, επίπεδος, ισόπεδος, σε Ηρόδ.· ἡ πεδιάς (ενν. γῆ), επίπεδη χώρα, στον ίδ. II. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στην πεδιάδα, σε Σοφ.· λόγχηπεδιάς, ακοντιστές στην πεδιάδα, στον ίδ.
πεδιάσιος, -ον (πεδίον), αυτός που ανήκει στην πεδιάδα, σε Στράβ.