Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πεδίον"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
πεδίον, τό (πέδον), πεδιάδα ή κάμπος, και περιληπτικά, πεδινή, ανοιχτή χώρα, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
πεδίονδε, επίρρ., στην πεδιάδα, σε Όμηρ., Αριστοφ.
πεδιο-νόμος, -ον (νέμομαι), αυτός που κατοικεί σε πεδιάδες, πεδιονόμοι θεοί, θεοί της χώρας, σε Αισχύλ.