Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παῦρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παῦρος, -ον (παύω),· 1. λίγος, μικρός, λέγεται για χρόνο, σύντομος, σε Ησίοδ., Πίνδ. 2. λέγεται για αριθμούς, λίγοι, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· συγκρ. παυρότερος, λιγότερος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. πληθ. παῦρα, ως επίρρ., λίγες φορές, σπάνια, σε Ησίοδ., Αριστοφ.