Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παῖς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
παῖς, Επικ. επίσης παΐς, παιδός, , · γεν. πληθ. παίδων, δοτ. παισί, Επικ. παίδεσσι· I. 1. σε σχέση με καταγωγή, παιδί, είτε γιος είτε κόρη, σε Ομήρ. Ιλ.· παῖς παιδός, το παιδί του παιδιού, εγγονάκι, στο ίδ.· Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων, σε Ευρ.· λέγεται για τα ζώα, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., ἀμπέλου παῖς, δηλ. κρασί, σε Πίνδ. 3. περιφραστικά, δυστήνων παῖδες (βλ. δύστηνοςοἱ Λυδῶν παῖδες, οι γιοι των Λυδών, δηλ. οι Λυδοί, σε Ηρόδ.· παῖςἙλλήνων, σε Αισχύλ.· οἱ Ἀσκληπιοῦ παῖδες, δηλ. οι γιατροί, σε Πλάτ. κ.λπ. II. σε σχέση με την ηλικία, παιδί ή νέος, νεαρός, παληκάρι ή νέα κοπέλα, παρθένα, σε Όμηρ. κ.λπ.· με άλλο ουσ., παῖς συφορβός, χοιροβοσκός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ παιδός, από παιδί, σε Πλάτ.· ἐκ παίδων ή παίδων εὐθύς, στον ίδ.· εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών, σε Δημ. III. σε σχέση με την κατάσταση, δούλος, υπηρέτης, άντρας ή γυναίκα, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
παίσατε, βʹ πληθ. αορ. αʹ του παίζω.
παίσδω, Δωρ. αντί παίζω.