Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παύω, Ιων. παρατ. παύεσκον, μέλ. παύσω, αόρ. αʹ ἔπαυσα, παρακ. πέπαυκαΜέσ. και Παθ., γʹ ενικ. Ιων. παρατ. παυέσκετο, μέλ. παύσομαι, πεπαύσομαι, παυθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπαυσάμην, ἐπαύθην, παρακ. πέπαυμαι· Ενεργ., I. διακόπτω· 1. λέγεται για ανθρώπους, φέρνω σ' ένα τέλος, ανακόπτω, τελειώνω κάτι (με το θάνατο), σε Όμηρ. κ.λπ.Παθ. και Μέσ., ανακουφίζω, ανακόπτω, σταματώ, διακόπτω, παύω, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πράγματα, τελειώνω, σταματώ, ελαττώνω, στο ίδ. κ.λπ.· παύω τόξον, αφήνω το τόξο μου να ξεκουραστεί, σε Ομήρ. Οδ.· παύω τὸν νόμον, τον καταργώ, σε Ευρ.· παύω τυραννίδα, την καταστέλλω, σε Δημ. 2. με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., κάνω κάτι να παύσει, σταματώ, εμποδίζω, απωθώ κάποιον από κάτι, παύω Ἕκτορα μάχης κ.λπ., σε Όηρ.· παύω τινὰ τῆς βασιλείας, εκθρονίζω, σε Ηρόδ. κ.λπ.Παθ. και Μέσ., σταματώ από, πολέμου, σε Όμηρ. κ.λπ.· τῆς μάχης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ τρόχων πεπαυμένοι, στην ανάπαυση από το παιχνίδι, σε Ευρ. 3. σπανίως με γεν. πράγμ. μόνο, αἴ κέ ποθι Ζεὺς παύσῃ ὀϊζύος, ο Δίας θα δώσει τέλος στη συμφορά! σε Ομήρ. Οδ.· φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι ὀδυνάων, σε Ομήρ. Ιλ. 4. με μτχ. ενεστ., παύω κάποιον από το να κάνει ή να είναι, παύω τινὰ ἀριστεύοντα, σταματώ κάποιον από το να είναι πρώτος, στο ίδ., Αττ.Παθ. και Μέσ., διακόπτω από το να κάνω ή να είμαι, ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο θύων, σταμάτησε να φυσά, σε Ομήρ. Οδ.· η μτχ. παραλείπεται, αἷμα ἐπαύσατο, το αίμα σταμάτησε (να τρέχει), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 5. απαρ. αντί μτχ., ἔμ' ἔπαυσας μάχεσθαι, στο ίδ.· με μὴ μαζί, θνητοὺς γ' ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι, σε Αισχύλ. II. αμτβ. στην προστ. παῦε, σταμάτα, πάψε, σε Σοφ., Αριστοφ.· ομοίως, παῦε, παῦε τοῦ λόγου, σε Αριστοφ.