Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παχύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πᾰχύς, -εῖα, (πᾰγῆναιI. 1. ογκώδης, χοντρός, σε Όμηρ., Ησίοδ.· έπειτα, εύρωστος, χοντρός, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για πράγματα, πυκνός, συμπαγής, σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -έως, απότομα, σε Αριστ.· παχύτερον ή -έρως, σε Πλάτ. 3. λέγεται για υγρά, πυκνός, πηχτός, πηγμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. οἱ παχέες, άνθρωποι με περιουσία ή ανήκοντες στην πλούσια τάξη, σε Ηρόδ.· τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους, σε Αριστοφ. III. στους Κωμ. και στον πεζό λόγο, χοντρόμυαλος, χοντροκομμένος, βλάκας, ηλίθιος, όπως Λατ. pinguis, χοντροειδής, στον ίδ. IV. συγκρ. παχύτερος, υπερθ. -ύτατος· ανώμ. συγκρ. πάσσων, -ον, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. πάχιστος, σε Ομήρ. Ιλ.
πᾰχύ-στομος, -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.