LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παυσίπονος"
- παυσί-πονος, -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.