LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πατρικός"
- πατρῐκός, -ή, -όν (πατήρ),· I. αυτός που προέρχεται από τον πατέρα κάποιου, πατρικός, κληρονομικός, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. II. 1. = πάτριος, αυτός που προέρχεται από τον πατέρα, πατρικός, ἡ πατρική (ενν. οὐσία), πατρική κληρονομιά, σε Ευρ.· τὰ πατρικά, σε Ανθ. 2. όμοιος με τον πατέρα, πατρικός, σε Αριστ.