Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πατρίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πατρίς, -ίδος, ποιητ. θηλ. του πάτριος, I. από τον πατέρα κάποιου, πατρὶς γαῖα αἶα, ἄρουρα, πατρίδα, τόπος καταγωγής, σε Όμηρ. II. ως ουσ. όπως το πάτρα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.