Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πατήρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πᾰτήρ, , γεν. και δοτ. πατέρος, πατέρι, συνηρ. Αττ. πατρός, πατρί· αιτ. πάντα πατέρα, κλητ. πάτερ· πληθ. πατέρες, πατέρας, πατέρων (σπάνια πατρῶνδοτ. πατράσι [ᾰ]· I. πατέρας, σε Όμηρ. κ.λπ.· πατρός πατήρ, παππούς, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ πρὸς πατρός = πατρόθεν, από τη μεριά του πατέρα, σε Ηρόδ. II. ανάμεσα στους θεούς ο Δίας καλείται πατήρ, πατὴρ Ζεύς, πατήρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως, Ζεὺς πατήρ, σε Αισχύλ.· Ζεῦ πάτερ καὶ θεοί, σε Αριστοφ. III. τρόπος προσφώνησης ηλικιωμένων ανθρώπων που δείχνει σεβασμό, σε Ομήρ. Οδ. IV. μεταφ., πατέρας των πάντων, Λατ. auctor, πατὴρ ἀοιδᾶν, σε Πίνδ. κ.λπ. V. στον πληθ., πατέρες, δηλ. πρόγονοι, σε Όμηρ.· ἐξ ἔτι πατρῶν, ως κληρονομιά από τον πατέρα κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.