Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πατέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πᾰτέω, μέλ. -ήσω (πάτοςI. βαδίζω, περπατώ, σε Πίνδ., Αισχύλ. II. 1. μτβ., πατώ, καταπατώ, πορφύρας πατεῖν, σε Αισχύλ.· χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, δηλ. δεν ειναι ιερό έδαφος, σε Σοφ.· πατεῖν πύλας, περνώ τις πύλες, σε Αισχύλ. 2. περπατώ εντός, κατοικώ, συχνάζω, σε Σοφ., Θεόκρ.· μεταφ., όπως το Λατ. terere, εὐνὰς πατέω, συχνάζω, χρησιμοποιώ, κάνω κακή χρήση, σε Αισχύλ.· πατέω Αἴσωπον, χρησιμοποιώ αδέξια τον Αίσωπο, σε Αριστοφ. 3. τσαλαπατώ, θίγω, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.