LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρών"
- παρ-ωνύμιος[ῠ], -ον, I. = το επόμ., σε Πλάτ. II. 1. ως ουσ. παρωνύμιον, τό, παράγωγη λέξη, στον ίδ. 2. επώνυμο, σε Πλούτ.
- παρ-ώνῠμος, -ον (ὄνομα), σχηματισμένος με μια μικρή παραλλαγή, παράγωγος, σε Αισχύλ.