Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρρησία"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
παρ-ρησία, (πᾶς, ῥῆσις), 1. ελευθεροστομία, ελευθεριότητα, ευθύτητα, σε Ευρ.· μετὰ παρρησίας, σε Δημ. 2. με αρνητική σημασία, ασυδοσία της γλώσσας, σε Ισοκρ.
παρρησιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ἐπαρησιάμην, παρακ. πεπαρρησίασμαι (με Ενεργ. και Παθ. σημασία)· αποθ., μιλάω ελεύθερα, ανοιχτά, άφοβα, σε Πλάτ. κ.λπ.
παρρησιαστής, -οῦ, , ελεύθερος ομιλητής, σε Αριστ.
παρρησιαστικός, , -όν, ελευθερόστομος, σε Αριστ.