LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρρησία"
- παρ-ρησία, ἡ (πᾶς, ῥῆσις), 1. ελευθεροστομία, ελευθεριότητα, ευθύτητα, σε Ευρ.· μετὰ παρρησίας, σε Δημ. 2. με αρνητική σημασία, ασυδοσία της γλώσσας, σε Ισοκρ.
- παρρησιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ἐπαρησιάμην, παρακ. πεπαρρησίασμαι (με Ενεργ. και Παθ. σημασία)· αποθ., μιλάω ελεύθερα, ανοιχτά, άφοβα, σε Πλάτ. κ.λπ.
- παρρησιαστής, -οῦ, ὁ, ελεύθερος ομιλητής, σε Αριστ.
- παρρησιαστικός, -ή, -όν, ελευθερόστομος, σε Αριστ.