Αποτελέσματα για: "παροιμία"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
παρ-οιμία, ἡ (οἶμος), 1. ρητό, κοινός λόγος, παροιμία, απόφθεγμα, γνωμικό, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· κατὰτὴν παροιμίαν, καθώς λέει το γνωμικό. 2. παραβολή, σε Κ.Δ.
-
παροιμιάζω, μέλ. —σω, I. κάνω κάτι ως παροιμία· — Παθ., γίνομαι παροιμιώδης, σε Πλατ. ΙI. Μέσ., μιλώ με ρητά ή γνωμικά, στον ίδ.
-
παροιμιακός, μέλ. -σω· I. παροιμιακός, επίρρ. -κῶς, σε Ανθ. II. παροιμιακόν (ενν. μέτρον), τό, παροιμιακός, δηλ. αναπαιστικός δίμετρος καταληκτικός, που συναντάται συνήθως στο τέλος του αναπαιστικού συστήματος.