LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρατίλλω"
- παρα-τίλλω, μέλ. -τῐλῶ, αποσπώ, αφαιρώ, βγάζω τα μαλλιά, σε Αριστοφ. — Μέσ., ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου, στον ίδ.· μτχ. Παθ. παρακ. παρατετιλμένος, -η, εντελώς μαδημένος, στον ίδ.