Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραστάτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παραστάτης[ᾰ], -ου, (παρίσταμαι), I. αυτός που στέκεται δίπλα, υπερασπιστής, σε Ευρ. II. 1. ο στρατιώτης που συμπαρίσταται (προστάτης καλείται ο στρατιώτης που στέκεται μπροστά από κάποιον άλλο), ενώ ἐπιστάτης, ο στρατιώτης που στέκεται πίσω από κάποιον άλλο), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, σύντροφος, υποστηρικτής, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. αυτός που βρίσκεται στα δεξιά ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.