Αποτελέσματα για: "παραστάς"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
παραστάς, -άδος, ἡ (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ. παραστάδες, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. antae· επίσης ο χώρος ανάμεσα στις παραστάδες, προθάλαμος, σε Ευρ.· μερικές φορές στον ενικ.
-
παράστᾰσις, -εως, ἡ, I. 1. (παρίστημι) στάση, τοποθέτηση δίπλα ή μακριά, εκδίωξη, εκτόπιση, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. έκθεση πραγμάτων προς πώληση, εμπόριο λιανικής πώλησης, σε Αριστ. II. (παρίσταμαι) αμτβ.· στάση, πλησίον· 1. θέση ή αξίωμα δίπλα στον βασιλιά, σε Ξεν. 2. ύπαρξη μυαλού, θάρρος, σε Πολύβ.· επίσης, απόγνωση, στον ίδ. III. ως δικανικός όρος, μικρή χρηματική καταβολή για τη διεξαγωγή δίκης, σε Ρήτ.