LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παραρρέω"
- παραρ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι, αόρ. βʹ -ερρύην, παρακ. Ενεργ. -ερρύηκα· I. ρέω κοντά ή πλησίον, τόπον ή παρὰ τόπον, σε Ηρόδ.· σβήνομαι, εξαλείφομαι, παρασέρνομαι, σε Κ.Δ. II. πέφτω ή ολισθαίνω, σε Σοφ., Ξεν. III. ρέω ξαφνικά, σε Δημ.