LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παραπομπή"
- παραπομπή, ἡ (παραπέμπω), I. 1. αποστολή με συνοδεία σίτου, σε Ψήφ. παρά Δημ. II. 1. παροχή, προμήθεια, σε Αριστ. 2. αυτό που παρέχεται, προμήθειες, Λατ. commeatus, σε Ξεν.