Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραπίπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρα-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, I. πέφτω από δίπλα, σε Πλούτ. II. 1. πέφτω στο δρόμο κάποιου, σε Ηρόδ., Ξεν.· καιρὸς παραπίπτει, ευκαιρίας δοθείσης, σε Θουκ.· ὁ παραπεσών όπως ὁ παρατυχών, ο πρώτος που έρχεται τυχαίος, σε Πλάτ. 2. με δοτ., συμβαίνω, στον ίδ. III. πέφτω πιο πέρα ή μακριά από, με γεν., σε Πολύβ.· απόλ., φεύγω μακριά, σε Κ.Δ.