Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραπέμπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρα-πέμπω, μέλ. -ψω, I. 1. στέλνω μαζί, διέρχομαι μαζί ή μέσα από, με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ. 2. στέλνω κοντά ή κατά μήκος της ακτής, σε Θουκ. 3. στέλνω μαζί, συνοδεύω, λέγεται για πλοία στον πόλεμο που συνόδευαν άλλα εμπορικά, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. 4. συνοδεύω προμήθειες για το στράτευμα, σε Ξεν. 5. στέλνω στρατιώτες πλαγίως της φάλαγγας για υποστήριξη, στον ίδ. II. μεταδίδω, λέγεται για ήχο, παραπέμπω στόνον τινί, σε Σοφ.· θόρυβον παρ., σε Αριστοφ. III. αφήνω να περάσει, επιτρέπω την αποχώρηση, απολύω, αποπέμπω, σε Φίλιππ. παρά Δημ.