Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραμυθέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρα-μῡθέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., 1. ενθαρρύνω ή προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι, με δοτ. προσ. και απαρ., τοῖςἄλλοισιν ἔφη παραμυθήσασθαι οἴκαδ' ἀποπλέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. προσ., παραμυθοῦ με (ενν. ποιεῖν) ὅτι καὶ πείσεις, σε Αισχύλ.· με αιτ. προσ. μόνο, ενθαρρύνω, παρακινώ, συμβουλεύω, σε Πλάτ., Ξεν. 2. παρηγορώ, συμβουλεύω, τινα, σε Ηρόδ., Αττ. 3. καθησυχάζω, παραμυθεῖτο, προσπάθησε να τους καθησυχάσει, σε Θουκ. 4. καταπραΰνω, ελαττώνω, σε Πλούτ.· απαλύνω, μειώνω, αμβλύνω, σε Στράβ.