Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραλείπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρα-λείπω, μέλ. -ψω, παρακ. -λέλοιπα· I. αφήνω κατά μέρος, αφήνω να παραμείνει πίσω, καταλείπω, σε Θουκ., Ξεν.· τοῖςἐχθροῖς παραλείπειται, διατηρείται, φυλάσσεται για τους εχθρούς, σε Δημ. II. αφήνω σε κάποιον άλλο, λόγον τινὶ παραλείπω, αφήνω σ' αυτόν χρόνο να μιλήσει, σε Αισχίν. III. 1. αφήνω στην άκρη, δεν λαμβάνω υπόψιν, αψηφώ, παραμελώ, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.Παθ., εἴ τις παραλείπεται πρόσοδος, εάν το εισόδημα είναι ανεπαρκές, σε Αριστ. 2. παραλείπω, αφήνω χωρίς να πω κάτι, παραμελώ, αφήνω στην άκρη, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, σε Πλάτ.