Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρακαλέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρακᾰλέω, Αττ. μέλ. -καλῶ, έπειτα -καλέσω· I. καλώ κάποιον, σε Ξεν. II. 1. καλώ κάποιον να βοηθήσει, φωνάζω, στέλνω για βοήθεια, Λατ. arcessere, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· παρακαλέω τινὰ σύμβουλον, σε Ξεν.· φωνάζω, επικαλούμαι τους θεούς, στον ίδ. κ.λπ.Παθ., παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, Λατ. "vocatus atque non vocatus", σε Θουκ. 2. προσκαλώ τους φίλους κάποιου να παραστούν ως μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη (πρβλ. παράκλησις I. 1.) — Παθ., παρακεκλημένοι, κλητευμένοι να παραστούν σε δίκη, σε Αισχίν. 3. προσκαλώ, ἐπὶ διαῖτα, σε Ευρ.· ἐπὶ θήραν, σε Ξεν.· παρακαλέω τινὰ ἐπὶ τὸ βῆμα, παρακαλώ κάποιον να ανέβει στο βήμα, σε Αισχίν. III. 1. καλώ, προτρέπω, παρακινώ, ενθαρρύνω, τινά, σε Αισχίν., Ξεν. 2. παρηγορώ, συμπαραστέκομαι· σε Παθ., Κ.Δ. 3. διεγείρω, προκαλώ, τινὰ ἐς φόβον, ἐς δάκρυα, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα, υποδαυλίζω, υποθάλπω, φλόγα, σε Ξεν. 4. παρακαλέω τινά, με απαρ., παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι, σε Ευρ., Ξεν. IV. απαιτώ, ζητώ, έχω ανάγκη, ὁ θάλαμος σκεύη παρ., σε Ξεν.