LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παραδρομή"
- παραδρομή, ἡ (παραδραμεῖν), τρέξιμο κοντά ή παραπλεύρως, περιστροφή, ανατροπή, παρέλευση, βιασύνη, σε Πλούτ.· ἐν παραδρομῇ, με βιασύνη, τρέχοντας, σε Αριστ.