Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραδίδωμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρα-δίδωμι, μέλ. -δώσω, I. 1. δίνω ή μεταβιβάζω, διαβιβάζω, παραδίδω, τί τινι, Λατ. tradere, σε Ηρόδ.· λέγεται για παράδοση σε κάποιο διάδοχο ή κληρονόμο, στον ίδ.· παραδίδωμι τὴν ἀρετήν, διδάσκω, μεταδίδω ως δάσκαλος, σε Πλάτ.· με απαρ., παραδίδωμί τινι τοὺς νέους διδάσκειν, στον ίδ. 2. παραδίδω πόλη ή άνθρωπο στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.· ιδίως ως όμηρο, παραδίδω, μεταφέρω, Λατ. dedere, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· με τη σημασία προδοσίας επίσης, προδίδω, σε Ξεν.· τύχῃ αὑτὸν παραδίδωμι, αφήνω κάποιον στην τύχη του, σε Θουκ. 3. παραδίδω στη δικαιοσύνη, ἑωυτὸν Κροίσῳ, σε Ηρόδ.· τινα εἰς τὸν δῆμον, σε Ξεν. 4. παραδίδω μύθους, διηγήσεις και άλλα παρόμοια, Λατ. memoriae prodere, σε Δημ. II. παρέχω, προσφέρω, κῦδός τινι, σε Πίνδ.· σε ενεστ. και παρατ., προσφέρω, επιτρέπω, αἵρεσιν, στον ίδ.· με απαρ., επιτρέπω σε κάποιον να κάνει, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ. πράγμ., ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου, στον ίδ.· απόλ., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, αν αυτός επιτρέψει, στον ίδ.