Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραδέχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρα-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. -δέδεγμαι, αποθ.· 1. παίρνω από κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για παιδιά, παίρνω ως κληρονομιά, κληρονομώ, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ.· ομοίως, τὴν μάχην παραδέχομαι, αναλαμβάνω και συνεχίζω τη μάχη, σε Ξεν. 2. με απαρ., παραδέχομαί τινι πράττειν τι, αναλαμβάνω να κάνω κάτι, επιμένω να κάνω ένα πράγμα, Λατ. recipere se facturum, σε Δημ. 3. παραδέχομαι, σε Πλάτ.