Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραγίγνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρα-γίγνομαι, Ιων. και αργότερα -γίνομαι [ῑ]· μέλ. -γενήσομαι, αόρ. παρεγενόμην· I. 1. στέκομαι δίπλα, βρίσκομαι πλάι ή κοντά, παραβρίσκομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., παραγίγνομαι τῇ μάχῃ, είμαι παρών σ' αυτήν, σε Πλάτ. 2. παραγίγνομαι τινι, έρχομαι με το μέρος κάποιου, έρχομαι να βοηθήσω, παραστέκομαι, υποστηρίζω, βοηθώ, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ. 3. λέγεται για πράγματα, αποκτώμαι, επέρχομαι, συσσωρεύομαι, προκύπτω, παραγίγνομαι τινί, Λατ. contringere alicui, σε Θουκ., Ξεν.· απρόσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι, σε Πλάτ. II. 1. έρχομαι, τινι, σε Θέογν., Ηρόδ.· παραγίγνομαι ἐς τὠυτό, έρχομαι στο ίδιο σημείο, σε Ηρόδ.· απόλ., φτάνω, παρουσιάζομαι, στον ίδ. 2. ωριμάζω, λέγεται για το σιτάρι, στον ίδ.· λέγεται για τα κέρατα των βοδιών, φτάνω στην τέλεια ανάπτυξη, στον ίδ.