Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παραίνεσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παραίνεσις, , προτροπή, σύσταση, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. προσ., συμβουλή ή γνώμη που δίνεται από κάποιον, σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., συμβουλή που δίνεται για ή προς ένα πράγμα, σε Θουκ.· ἐπὶ γνώμης παραινέσει, προτείνω μια γνώμη, συστήνω κάτι, στον ίδ.