Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρίστημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρ-ίστημι, μτβ. σε ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ·
Α. I. 1.
κάνω κάτι να σταθεί ή το τοποθετώ δίπλα, βάζω δίπλα, παραθέτω, σε Πολύβ.· παραστήσας τὰ ὅπλα, παρέταξε, έστησε τα όπλα μπροστά, σε Δημ. II. 1. τοποθετώ στο μυαλό μου, παρουσιάζω, παρέχω, φέρνω κάτι στο μυαλό μου, με απαρ., στον ίδ.· παρίστημί τινι θαρρεῖν, δίνω αυτοπεποίθηση σε κάποιον, σε Αισχίν. 2. φανερώνω, αποδεικνύω, παρουσιάζω, σε Λυσ., Κ.Δ. III. τοποθετώ πλάι-πλάι, συγκρίνω, παραλληλίζω, σε Ισοκρ. Β. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. αμτβ. I. 1. στέκομαι δίπλα, πλησίον ή κοντά, σε Όμηρ.· ομοίως μτχ. Παθ. αορ. αʹ παρασταθείς, σε Ευρ. 2. στέκομαι στο πλάι, δηλ. βοηθώ ή υπερασπίζομαι, τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. II. 1. σε παρελθοντικούς χρόνους, έχω έρθει, είμαι διαθέσιμος, είμαι εδώ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για γεγονότα, είμαι κοντινός, πρόχειρος, σε Όμηρ.· μτχ. παρακ., Λατ. praesens, τὸ χρῶμα τὸ παρεστηκός, σε Αριστοφ.· επίσης Αττ. παρεστώς, -ῶσα, -ός, σε Τραγ.· τὰ παρεστῶτα, οι παρούσες καταστάσεις ή συνθήκες, σε Αισχύλ.· πρὸςτὸ παρεστός, σε Αριστοφ. III. παίρνω το μέρος του άλλου, συμμερίζομμαι τη γνώμη του, σε Ηρόδ.· απόλ., έρχομαι σε συμφωνία, παραδίδομαι, υποτάσσομαι, στον ίδ., Δημ. IV.συμβαίνω σε κάποιον, σε Ηρόδ.· έρχομαι στο μυαλό, στο νου, συλλαμβάνομαι, συμβαίνω, εμφανίζομαι, δόξα μοι παρεστάθη, σε Σοφ.· απρόσ., παρίσταταί μοι, μου περνά απ' το μυαλό, σε Ηρόδ., Θουκ.V. απόλ., παρεστηκός = παρόν, τότε που ήταν στο χέρι τους, τότε που παρουσιάστηκε η ευκαιρία, σε Θουκ. Γ. Μερικοί χρόνοι της Μέσ., ιδίως μέλ. και αόρ. αʹ χρησιμ. με μτβ. σημασία· I. φέρνω μπροστά, παρουσιάζω, σε Ξεν.· ιδίως σε αίθουσα δικαστηρίου, σε Δημ. II. φέρνω προς το μέρος κάποιου, και ομοίως, 1. φέρνω προς το μέρος μου δια της βίας, εξαναγκάζω σε συμβιβασμό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. κερδίζω με ευγένεια, προσελκύω με εξυπνάδα, σε Θουκ., Δημ. 3. γενικά, διαθέτω κάποιον για τις δικές μου πεποιθήσεις ή σκοπούς, σε Ηρόδ.