LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παράτροπος"
- παράτροπος, -ον, I. αυτός που παρεκτρέπεται, παράνομος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος, σε Πλούτ. II. Ενεργ., αυτός που αποφεύγει κάτι, με γεν., σε Ευρ.

