Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παράλληλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρ-άλληλος, -ον, 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στον άλλο, που βρίσκονται πλάι-πλάι, αἱ παράλληλοι (ενν. γραμμαί), παράλληλες γραμμές, σε Αριστ.· παράλληλος (ενν. κύκλος), ο παράλληλος κύκλος που δείχνει το γεωγραφικό πλάτος, σε Στράβ.· οἱ βίοι οἱ παράλληλοι, οι παράλληλοι βίοι του Πλούταρχου, σε Πλούτ.· ἐκ παραλλήλου, παραλλήλως, στον ίδ. 2. με δοτ., παράλληλος με, σε Πολύβ.