LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παράλιος"
- παρ-άλιος, -α, -ον και -ος, -ον = παράλος I., αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, σε Τραγ. II. ἡ παρᾰλία, Ιων. -ίη (ενν. γῆ ή χώρα), αιγιαλός, παραλία, ακτή, σε Ηρόδ., Αριστ. 2. η ανατολική ακτή της Αττικής, ανάμεσα στον Υμηττό και τη θάλασσα, σε Ηρόδ., Θουκ.