LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παράληψις"
- παράληψις, ἡ (παραλαμβάνω)· 1. λήψη από άλλον, διαδοχή, τῆς ἀρχῆς, σε Πολύβ. 2. άλωση, κατάληψη πόλης, στον ίδ.