Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παράδειγμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
παράδειγμα, -ατος, τό (παραδείκνυμιI. 1. υπόδειγμα ή σχέδιο κάποιου πράγματος, υπόδειγμα του πράγματος που πρέπει να υλοποιηθεί, Λατ. exemplar, σχέδιο οικοδομής αρχιτέκτονα, σε Ηρόδ.· σχέδιο γλύπτη ή ζωγράφου, σε Πλάτ. 2. τύπος, παράδειγμα, σε Θουκ., Πλάτ.· ἐπὶ παραδείγματος, με την ευκαιρία του παραδείγματος, σε Αισχίν. 3. παράδειγμα, δηλ. δίδαγμα ή προειδοποίηση, παράδειγμα ἔχειν τινός, παίρνω μάθημα από κάποιον άλλο, σε Θουκ.· τὸ σὸν παράδειγμα ἔχων, σε Σοφ.· ζῶντά τινα τοῖς λοιποῖς παράδειγμα ποιεῖν, σε Δημ. 4. επιχείρημα, απόδειξη μέσω παραδείγματος, σε Θουκ. II. ομοίωμα ή εικόνα υπαρκτού πράγματος, σε Ηρόδ.
παραδειγμᾰτίζω, μέλ. -σω, διδάσκω με το παράδειγμα κάποιου, προβάλλω ως παράδειγμα, με αιτ., σε Πολύβ., Κ.Δ.
παραδειγμᾰτώδης, -ες (εἶδος), αυτός που χαρακτηρίζεται από παραδείγματα, σε Αριστ.