Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πανοπλία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πᾰν-οπλία, Ιων. -ίη, , ολόκληρη η πανοπλία του ὁπλίτου, δηλ. ασπίδα, περικεφαλαία, θώρακας, κνημίδες, ξίφος και δόρυ, ολόκληρη η αμυντική στολή, πανοπλία, σε Θουκ. κ.λπ.· πανοπλίᾳ, Ιων. —ίῃ, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, πανοπλίαν ἔχων στῆναι, σε Αριστοφ.· τὴν πανοπλίαν λαβεῖν, στον ίδ.· μεταφ., ἡ πανοπλία τοῦ θεοῦ, σε Κ.Δ.