Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πανηγυρικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πᾰνηγῠρικός, , -όν· 1. αυτός που είναι κατάλληλος για δημόσια γιορτή, ὁ λόγος ὁ πανηγυρικός ή ὁ πανηγυρικός μόνο του, πανηγυρικός, εορταστικός, σε Ισοκρ., Αριστ. 2. επιδεικτικός, πομπώδης, σε Πλούτ.