Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πανήγυρις"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πᾰν-ήγῠρις, Δωρ. παν-ᾱγ-, -εως, (πᾶς, ἄγυρις = ἀγορά1. γενική ή εθνική συνέλευση, ιδίως εορταστική γιορτή προς τιμή ενός θεού, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· πανηγύριας πανηγυρίζειν, ἀνάγειν ποιεῖσθαι, τηρώ τέτοιου τύπου γιορτές, σε Ηρόδ. 2. οποιαδήποτε συνέλευση, θεῶν, σε Αισχύλ.· φίλων, σε Ευρ.· συνέλευση, συνάθροιση, συνεδρίαση, σε Θουκ.
πᾰνηγῠριστής, -οῦ, , αυτός που παρακολουθεί μία πανήγυριν, σε Λουκ.