LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παμμήτωρ"
- παμ-μήτωρ, -ορος, ἡ (μήτηρ)· I. μητέρα όλων, σε Αισχύλ. II. αληθινή μητέρα, μητέρα πραγματική, τοῦδε παμμήτωρ νεκροῦ, σε Σοφ.