LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παλλακίς"
- παλλᾰκίς, -ίδος, ἡ, παλλακίδα, μαιτρέσα, ερωμένη, Λατ. pellex, αντίθ. προς τη νόμιμη γυναίκα (κουριδίη ἄλοχος), σε Όμηρ. (Πιθ. από την ίδια ρίζα όπως πάλλαξ= νεανίς).