LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παλιγγενεσία"
- πᾰλιγ-γενεσία, ἡ (γένεσις), αναγέννηση, παλινόρθωση· χρησιμοποιείται από τον Κικ. για την επάνοδό του από την εξορία· απ' όπου, σε Κ.Δ. 1. ανάσταση νεκρών, 2. αναγέννηση μέσα από το βάπτισμα.