Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παλαιός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πᾰλαιός, , -όν, ανωμ. συγκρ. και υπερθ. παλαιότερος, -ότατος, αλλά οι συνήθεις τύποι είναι παλαίτερος, -αίτατος (προέρχονται από το πάλαιI. 1. παλιός στα χρόνια, α) λέγεται για ανθρώπους, μεγάλος, ηλικιωμένος, ἢ νέος ἠὲ παλαιός, σε Όμηρ.· παλαιὸς γέρων, παλαιὰ γρηῦς, σε Ομήρ. Οδ.· χρόνῳ παλαιῷ, σε Σοφ. β) λέγεται για πράγματα, οἶνος, σε Ομήρ. Οδ.· νῆες, στο ίδ. II. αυτός που ανήκει στα παλιά χρόνια, αρχαίος, 1. λέγεται για ανθρώπους, σε Όμηρ.· Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν, σε Θουκ.· οἱ παλαιοί, οι αρχαίοι, Λατ. veteres, στον ίδ. 2. α) λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ παλαιόν, ως επίθ., όπως τὸ πάλαι, παλιά, άλλοτε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ παλαιοῦ, από παλιά, στον ίδ.· ἐκ παλαιτέρου, από παλιότερα, στον ίδ.· ἐκ παλαιτάτου, σε Θουκ. β) λέγεται για πράγματα επίσης, διατηρημένος, φθαρμένος, απαρχαιωμένος, παλιός, σε Αισχύλ., Σοφ.