Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παλαίω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πᾰλαίω, μέλ. παλαίσω, αόρ. αʹ ἐπάλαισαΠαθ., αόρ. αʹ ἐπαλαίσθην· (πάλη)· παλεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· παλαίω τινί, παλεύω με κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.Παθ., παλαισθείς, νικημένος, ηττημένος, σε Ευρ.
πᾰλαίωσις, (παλαιόομαι), φθορά με τον χρόνο, παλαίωση, σε Στράβ.