Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παλάμη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πᾰλάμη[ᾰ], , Επικ. γεν. και δοτ. παλάμῃφι, -φιν, I. 1. παλάμη χεριού, χέρι, σε Όμηρ., Πίνδ.· πάσχειν τι ὑπ' Ἄρηος παλαμάων, από τα χέρια του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, έργα δύναμης, σε Σοφ. 2. το χέρι όπως χρησιμοποιείται σε έργα τέχνης, σε Ησίοδ. II. μεταφ., ευφυία, τέχνη, επινόηση, πλάνο, μέθοδος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· παλάμη βιότου, εφεύρημα με σκοπό τον βιοπορισμό κάποιου, σε Θέογν.· λέγεται για τους θεούς, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός, με τέχνασμα δικό τους, σε Πίνδ.· παλάμας πλέκειν, σε Αριστοφ.· παλάμη πυριγενής, όπλο που δημιουργήθηκε από τη φωτιά, δηλ. ξίφος, σε Ευρ.
Παλαμήδης, , γεν. -ους, δοτ. -ει, αιτ. -εα ή -ην (παλάμη) όνομα ήρωα, Εφευρέτης, Επινοητής, σε Αριστοφ. κ.λπ.