Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παιδικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παιδικός, , -όν (παῖςI. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε παιδί, παιδικός, Λατ. puerilis, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. παιγνιώδης, διασκεδαστικός, στον ίδ., Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ. II. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αγαπητό παιδί, παιδικὸς λόγος, ερωτική διήγηση, σε Ξεν. 2. ως ουσ. παιδικά, -ῶν, αγαπητά, αγαπημένα, Λατ. deliciae, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.