Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παιδεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παιδεύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐπαίδευσα, παρακ. πεπαίδευκαΜέσ., μέλ. παιδεύσομαι, αόρ. αʹ ἐπαιδευσάμην, Παθ. μέλ. παιδευθήσομαι, επίσης Μέσ. παιδεύσομαι (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ἐπαιδεύθην, παρακ. πεπαίδευμαι· (παῖςI. τρέφω ή ανατρέφω παιδί, σε Σοφ. II. κυρίως, αντίθ. προς το τρέφω, εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· παιδεύειν τινὰ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ, σε Πλάτ.· ἐν μουσικῇ, στον ίδ.· παιδεύω τινὰ εἰς πρὸς ἀρετήν, στον ίδ.· με διπλή αιτ., παιδεύω τινά τι, διδάσκω κάτι σε κάποιον, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τινὰ κιθαρίζειν, σε Ηρόδ.· και χωρίς απαρ., παιδεύω γυναῖκας σώφρονας (εἶναι), σε Ευρ.· απ' όπου, στην Παθ. με αιτ. πράγμ., διδάσκομαι ένα πράγμα, σε Πλάτ.· απόλ., ὁ πεπαιδευμένος, άνθρωπος εγγράμματος, αντίθ. προς ἀπαίδευτος ή ἰδιώτης, σε Ξεν., Πλάτ.Μέσ., διδάσκω κάποιον, τον προκαλώ να διδαχθεί, σε Πλάτ. III. τιμωρώ, επιβάλλω πειθαρχία, σε Σοφ., Ξεν.· τιμωρώ με ξυλοδαρμό, κολάζω, σε Κ.Δ.