LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παιδίσκη"
- παιδίσκη, ἡ, υποκορ. του παῖς (ἡ)· I. νεαρό κορίτσι, παρθένα, σε Ξεν. II. νεαρή δούλη, πόρνη, σε Ηρόδ., Πλούτ.