LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παιδάριον"
- παιδάριον, [ᾰ], τό, υποκορ. του παῖς, νεαρό μικρό αγόρι, σε Αριστοφ.· ἐκ παιδαρίου, από παιδί, σε Πλάτ.· στον πληθ., νεαρά αγόρια, σε Αριστοφ.· νεαρός δούλος, στον ίδ., Ξεν.