LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παγκρατής"
- παγ-κρᾰτής, -ές (κράτος), παντοδύναμος, πανίσχυρος, σε Τραγ.· παγκρατεῖς ἕδραι, ο βασιλικός θρόνος του Δία, σε Αισχύλ.· τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, ο νικηφόρος φονιάς τους, στον ίδ.