Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παίζω, Δωρ. παίσδω, μέλ. παιξοῦμαι και παίξομαι, αόρ. αʹ ἔπαιξα, παρακ. πέπαικα, αργότερα πέπαιχαΠαθ., παρακ. πέπαισμαι, αργότερα πέπαιγμαι (παῖςI. 1. κυρίως, παίζω όπως τα παιδιά, διασκεδάζω, παίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. χορεύω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ησίοδ. 3. παίζω παιχνίδι, σφαίρῃ παίζω, παίζω μπάλα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, παίζω σφαῖραν, σε Πλούτ. 4. παίζω μουσικό όργανο, σε Ομηρ. Ύμν. II. 1. διασκεδάζω, παίζω, αστειεύομαι, κάνω αστεία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· παίζω πρός τινα, περιπαίζω κάποιον, τον εμπαίζω, σε Ευρ.· παίζω εἰς τι, λέω αστεία σχετικά με κάποιο πράγμα, σε Πλάτ.· η μτχ. παίζων χρησιμ. απόλ., πάνω στην πλάκα, αστειευόμενος, στον ίδ.Παθ., ὁ λόγος πέπαισται, ειπώθηκε ως αστείο, σε Ηρόδ.· ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν, αρκετά ειπώθηκαν ως αστεία, σε Πλάτ. 2. με αιτ., παίζω μαζί με, σε Ανθ., Λουκ.